Πέμπτη 8 Ιουνίου 2006

Ελληνοτουρκικές σχέσεις και διαφορές

Τα πρόσφατα γεγονότα, φέρνουν πάλι στο προσκήνιο, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις διαφορές που μας χωρίζουν, το όνειρο (θα μείνει άραγε έτσι ?) της κοινής ευρωπαϊκής μας πορείας, την απειλή πολέμου ή όπως πιο εύηχα λέγεται, ενός θερμού επεισοδίου.
Η δική μας θέση, τουλάχιστον από το 1974 και μετά, φαίνεται σταθερή και δεδομένη. Επιδιώκουμε την ειρηνική συμβίωση, δεν θέλουμε τον πόλεμο.
Στηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, παρά το δυσμενές για μια τέτοια εξέλιξη κλίμα σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Δεν κάνουμε χρήση του δικαιώματος που πηγάζει από τη Διεθνή Σύμβαση για τα θαλάσσια χωρικά ύδατα (Διάσκεψη της Γενεύης για το Δίκαιο της Θάλασσας - 1960), μεταφέροντας τα σύνορα μας από τα 6 στα 12 ν.μ., καθώς αυτό αποτελεί αιτία πολέμου για την Τουρκία.
Συμμετέχουμε σε διμερείς διαβουλεύσεις και συμφωνούμε στην υιοθέτηση της πολιτικής του "μη πολέμου" (Νταβός 1988).
Αποδεχόμαστε και συνυπογράφουμε μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (Μνημόνια Βουλιαγμένης και Κωνσταντινούπολης 1988).
Δεχόμαστε να αποχωρήσουμε από περιοχές (βλ. Ίμια) που θεωρούμε μεν πως βρίσκονται εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας, αλλά κρίνουμε πως δεν αξίζει τον κόπο να κάνουμε πόλεμο για κάποιες ξερές βραχονησίδες.
Με δεδομένο το τουρκικό ενδιαφέρον για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης (πόσο σίγουροι είμαστε πως δεν μας περιμένει θέμα τουρκικής μειονότητας ?), αντιμετωπίζουμε τους κατοίκους αυτής της περιοχής, ως πολίτες, που εκτός του ότι είναι, αισθάνονται και Έλληνες, γυρνώντας έτσι σελίδα και ελπίζοντας σε μια νέα αρμονική συμβίωση των δύο λαών. Μπορεί και να προχωράμε μόνοι μας, όταν η Τουρκία αρνείται ανθρώπινα δικαιώματα σε μεγάλες πληθυσμιακά οντότητες εντός των συνόρων της, αλλά αυτό δεν μας πτοεί ιδιαίτερα.
Σήμερα, μεταξύ άλλων, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος, προτείνει σε άρθρο του, την παραπομπή όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Χωρίς να αναφέρομαι στην ουσία αυτή καθ' αυτή, της πρότασης αυτής (δεν θα αποφύγω να πάρω θέση), αναρωτιέμαι τι άλλο μπορεί να υποδηλώνει.
Αποτελεί "κομψή" ομολογία αποτυχίας ή αδυναμίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας, να χειριστούν διαφορετικά το θέμα ?
Έρχεται τώρα, μήπως και προλάβει κάτι χειρότερο που ίσως αρχίζει να διαγράφεται στον ορίζοντα ?
Ποιος ξέρει...
Ας πάμε πάλι στα γεγονότα.
Τον Ιανουάριο του 1975, ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής τολμά. Προτείνει στον Τούρκο Πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετζεβίτ, να παραπεμφθεί από κοινού, το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κατόπιν βέβαια υπογραφής σχετικού συνυποσχετικού.
Ακολουθούν διπλωματικές επαφές και τον Μάιο του 1975, συναντιούνται στις Βρυξέλλες, οι δύο Πρωθυπουργοί, Κωνσταντίνος Καραμανλής και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.Η ελπίδα ότι κάτι αλλάζει στις σχέσεις των δύο χωρών, ζωηρεύει, καθώς συμφωνούν να προσφύγουν από κοινού στη Χάγη και να προχωρήσουν το συντομότερο δυνατό στη σύνταξη και υπογραφή του συνυποσχετικού.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Τουρκία αλλάζει γνώμη και δηλώνει πως δεν συζητά για το συνυποσχετικό, "δέχεται" όμως να μιλήσει για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο. Οι ελπίδες διαψεύστηκαν.
Ιούνιος 2006, και στο δια ταύτα...
Η ελληνική διπλωματία οφείλει να προσπαθεί αδιάκοπα και με κάθε δυνατό τρόπο να αναδεικνύει και να προβάλλει τις θέσεις μας σε όλα τα επίπεδα της Διεθνούς Πολιτικής Σκηνής.
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν έχει ακόμα κριθεί οριστικά, ωστόσο τα χρονικά περιθώρια αρχίζουν και πιέζουν. Πρέπει απαραίτητα να έχουμε έτοιμο, σχέδιο ενεργειών για την μία ή την άλλη περίπτωση.
Αν η Τουρκία "πάρει" ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, επιμένουμε στην υλοποίηση των ήδη προαπαιτούμενων και επιπλέον ζητάμε την επίσημη άρση της απειλής πολέμου, με απόφαση της τουρκικής εθνοσυνέλευσης.
Αποφασίζουμε για ενιαία όρια εθνικής κυριαρχίας στη θάλασσα και στον αέρα, στα 6, 10 ή 12 ν.μ., βάζοντας τέλος στο καθεστώς σύγχυσης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η διευθέτηση του θέματος της υφαλοκρηπίδας εξετάζεται στα πλαίσια της κοινής ευρωπαϊκής πορείας, σε σχετικές επιτροπές και όργανα της Ε.Ε.
Στο "δύσκολο" ενδεχόμενο της απόρριψης της Τουρκίας, είναι ίσως μοιραίο, αλλά συνάμα γενναίο, να προσφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο.
Επιδιώκουμε συνομιλίες για τη σύνταξη συνυποσχετικού για την οριστική διευθέτηση των μεταξύ μας διαφορών. Οι συνομιλίες αφορούν την υφαλοκρηπίδα και την οριοθέτησή της.
Δεν μπορούμε να δεχτούμε εκ προοιμίου, θέματα όπως συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο, "γκρίζες ζώνες" κλπ., ούτε φυσικά την επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της Λωζάνης ή της Σύμβασης της Γενεύης.
Η οριστική διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας, σε συνδυασμό με τον ορισμό κοινών ορίων εθνικής κυριαρχίας σε θάλασσα και αέρα, βάζουν σε τάξη τα προβλήματα και ηρεμούν το Αιγαίο.
Δεν πρέπει ωστόσο να μας διαφεύγει ούτε στιγμή πως πρόκειται για μια λύση με κόστος. Το Διεθνές Δικαστήριο, είναι πολύ πιθανό να μη μας δικαιώσει στο σύνολο των θέσεων και προσδοκιών μας. Οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ελπίζοντας το αντίστοιχο για τους Τούρκους.
Στα παραπάνω, προσθέτω δύο ακόμα στοιχεία.
α. Η πολιτική είναι ως γνωστό η τέχνη του εφικτού και β. Ολόκληρος αυτός ο κόσμος διέπεται από την αρχή της σχετικότητας.
Έτσι είναι ίσως μάταιο το κυνήγι της απόλυτης δικαίωσης (μιλώντας πάντα για ειρηνική διευθέτηση).
Οφείλουμε να ξεφύγουμε από την αδράνεια, καθώς η ώρα των αποφάσεων δεν αργεί να έρθει.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε κάποια τηλεοπτική μίνι συνέντευξη του, ένας απόστρατος αξιωματικός, η παραβίαση των εθνικών ορίων κυριαρχίας έχει και τα όρια της. Γίνεται παραβίαση μία φορά, δύο, τρεις, πέντε, δέκα, κάποια στιγμή κάτι κάνεις.
Όταν για 25 -30 χρόνια, οι παραβιάσεις συνεχίζονται ανελλιπώς, ο όρος "παραβίαση εθνικής κυριαρχίας" χάνει πια το νόημά του.
Δημιουργείται δεδομένο καθεστώς στην περιοχή, που δύσκολα ανατρέπεται από τη μια στιγμή στην άλλη.
Οδηγούμαστε σε αδιέξοδη πολιτική που αφήνει σοβαρά περιθώρια για να συμβεί τελικά αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε, ένας πόλεμος.

11 σχόλια:

Apostolos Pavlidis είπε...

Μεταφέρω…
Πηγή : Εφημερίδα Καθημερινή
Στο κατώφλι της Χάγης, το 2003 Ελλάδα - Τουρκία είχαν έτοιμο συνυποσχετικό.
Η συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα ανετράπη όταν η Αγκυρα έθεσε και ζήτημα Θράκης.
Ενα βήμα πριν από την υπογραφή συνυποσχετικού για την παραπομπή στη Χάγη βρέθηκαν η Ελλάδα και η Τουρκία την άνοιξη του 2003. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, τότε, στην 27η διερευνητική επαφή, είχε προκύψει συμφωνία, όπως αποκαλύπτεται σε ρεπορτάζ του Σταύρου Λυγερού. Η υπογραφή ναυάγησε την τελευταία στιγμή, όταν η τουρκική πλευρά ζήτησε να προστεθεί στην κοινή ανακοίνωση παράγραφος η οποία έλεγε πως με την περιγραφόμενη διαδικασία τίθεται σε οδό επίλυσης ένα μόνον από τα μείζονα ζητήματα, τα οποία χωρίζουν τις δύο χώρες. Οταν ζητήθηκαν διευκρινίσεις, ανέφερε πως ένα από τα «άλλα» μείζονα ζητήματα είναι η Θράκη!
Επειτα από αυτό, στην Αθήνα έγιναν δεύτερες σκέψεις. Εκτίμησαν ότι ενώ η Ελλάδα θα είχε προβεί σε υποχωρήσεις, δεν θα εξασφάλιζε το οριστικό κλείσιμο του μετώπου με την Τουρκία. Ας σημειωθεί ότι ο Τούρκος διπλωμάτης είχε ζητήσει να εφαρμοσθεί η «συνεκτική εκμετάλλευση». Δηλαδή, να καθοδηγηθεί το Δικαστήριο από το συνυποσχετικό για να δώσει στη γείτονα χώρα συγκεντρωμένη υφαλοκρηπίδα στο βορειοκεντρικό Αιγαίο, δυτικά ελληνικών νησιών.
Στο συμφωνηθέν αλλά μη υπογραφέν συνυποσχετικό αναφερόταν ρητά ότι οι δύο πλευρές συναινούσαν να επιλυθούν από το Δικαστήριο και όλα τα «παρεμπίπτοντα ζητήματα». Η τουρκική πλευρά, μάλιστα, κατέγραψε το δικαίωμά της να θέσει όποιο ζήτημα θεωρεί σκόπιμο και να αφεθεί στο Δικαστήριο να αποφασίσει εάν αυτό είναι ή όχι παρεμπίπτον, μη εξαιρουμένων των «γκρίζων ζωνών», που, άλλωστε, είχαν συζητηθεί στις διερευνητικές επαφές. Κατά τη διάρκεια των άτυπων διαπραγματεύσεων, συζητήθηκε και η φόρμουλα να υπάρχουν στο Αιγαίο ελληνικά χωρικά ύδατα διαφορετικού εύρους: από δώδεκα μίλια στις περιοχές που δεν ενδιαφέρουν την Τουρκία, μέχρι έξι στο νότιο και κυρίως στο ανατολικό Αιγαίο. Το ζήτημα αυτό έφθασε να συζητηθεί και πρόσφατα μεταξύ των κ. Κ. Καραμανλή και Ταγίπ Ερντογάν, αλλά δεν υπήρξε συνέχεια.

Apostolos Pavlidis είπε...

Μεταφέρω…

Περιπέτεια η προσφυγή στη Χάγη.
Μόνο αν προηγηθούν γενναίες πολιτικές αποφάσεις έχει νόημα η παραπομπή.

Tου Γιωργου Δελαστικ

Aβάσιμη είναι η άποψη πως τα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι αποκλειστικά νομικής φύσης. Σχεδόν όλα προκύπτουν από μονομερείς πολιτικές διεκδικήσεις της Aγκυρας, η οποία εναλλάσσει το Διεθνές Δίκαιο με στρατιωτικοπολιτικούς εκβιασμούς κατά το συμφέρον της. Tα προβλήματα είναι επομένως πρωτίστως πολιτικά, έχοντας φυσικά και νομικές διαστάσεις, άρα δεν λύνονται μόνο με δικαστικές αποφάσεις.
H ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται να λάβει σοβαρότατες πολιτικές αποφάσεις και να προβεί σε κρίσιμες πολιτικές ενέργειες, αν όντως αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Xάγης για το σύνολο των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και διαφορών, όπως πρότεινε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. K. Στεφανόπουλος με το βαρυσήμαντο άρθρο του στην «Kαθημερινή» την περασμένη Kυριακή. Προτείνεται π.χ. η παραπομπή στη Xάγη του θέματος των ελληνικών χωρικών υδάτων και της έκτασής τους.
Πώς θα πάει η Aθήνα στη Xάγη; Mε αιγιαλίτιδα ζώνη πλάτους 6 ναυτικών μιλίων, όπως έχουμε σήμερα ή με αιγιαλίτιδα ζώνη 12 μιλίων όπως μας δίνει το δικαίωμα το Διεθνές Δίκαιο;
H διαφορά είναι τεράστια. Tα αποτελέσματα διαμετρικά αντίθετα. H σύμβαση του OHE για το Δίκαιο της Θάλασσας (1994) ορίζει σαφώς ότι κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει μόνο του το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης του, αρκεί να μην υπερβαίνει τα 12 μίλια (άρθρο 3). Στις περιπτώσεις δε που η απόσταση των ακτών δύο χωρών είναι μικρότερη των 24 μιλίων, όπως σε πολλές περιπτώσεις ελληνικών νησιών και τουρκικών παραλίων, ισχύει ο κανόνας της «μέσης γραμμής» (άρθρο 15). Aυτό σημαίνει ότι αν κάπου Eλλάδα και Tουρκία απέχουν π.χ. 4 μίλια, στο σημείο εκείνο η αιγιαλίτιδα ζώνη κάθε χώρας θα είναι μόνο 2 μίλια, ενώ σε άλλα σημεία κάθε χώρα θα έχει 12 μίλια.
Tο πρώτο ερώτημα είναι γιατί η Eλλάδα να εκχωρήσει στην κρίση ενός διεθνούς δικαστηρίου το κυριαρχικό δικαίωμα που της αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο, να αποφασίσει μόνη της την επέκταση στα 12 μίλια;
Aς το αντιπαρέλθουμε όμως αυτό για να συνεχίσουμε την ανάλυσή μας. H Eλλάδα έχει καθορίσει από το 1931 εθνικό εναέριο χώρο 10 μιλίων και από το 1936 αιγιαλίτιδα ζώνη 6 μιλίων.
H κατάσταση αυτή υπάρχει εδώ και 70 χρόνια. Bρίσκεται, όμως, σε αντίθεση με τις σύγχρονες αντιλήψεις. Tο Δίκαιο της Θάλασσας ορίζει σαφώς ότι όσα μίλια έχει μια χώρα στη θάλασσα ως αιγιαλίτιδα ζώνη ακριβώς τόσα έχει και στον αέρα ως εθνικό εναέριο χώρο (άρθρο 2, παράγραφος 2).
Aπό το 1974, η Tουρκία άρχισε να μην αναγνωρίζει ως ελληνικό εναέριο χώρο το διάστημα ανάμεσα στα 6 και 10 μίλια. Tα πολεμικά της αεροπλάνα το παραβιάζουν καθημερινά επί δεκαετίες. Tα ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη τα αναχαιτίζουν και συχνά προκαλούνται άκρως επικίνδυνες εικονικές αερομαχίες.
Yπό τους όρους αυτούς, αν η Eλλάδα προσφύγει στη Xάγη με 6 μίλια χωρικά ύδατα και 10 μίλια εναέριο χώρο, είναι εξ ορισμού χαμένη. H απόφαση του δικαστηρίου είναι σχεδόν δεδομένη εκ των προτέρων: η συρρίκνωση του ελληνικού εναέριου χώρου από τα 10 μίλια στα 6 μίλια.
Θεωρητικά, το πρόβλημα έχει απλούστατη νομική λύση. Aρκεί η Eλλάδα να κάνει χρήση του δικαιώματος επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια –οπότε αυτομάτως επεκτείνεται στα 12 μίλια και ο εθνικός εναέριος χώρος της– και να προσφύγει στη Xάγη μετά από αυτό, νομικά πανίσχυρη.
Aκριβώς στο σημείο αυτό, όμως, η Aγκυρα εγκαταλείπει το Διεθνές Δίκαιο και καταφεύγει στον στρατιωτικοπολιτικό εκβιασμό. H τουρκική εθνοσυνέλευση έχει αποφασίσει ότι θα κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Eλλάδας, αν αυτή τολμήσει να ασκήσει το δικαίωμα που της δίνει το Διεθνές Δίκαιο για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια (casus belli)!
Θα έχει η ελληνική κυβέρνηση το σθένος να προχωρήσει στα 12 μίλια παρά την απειλή πολέμου – και είναι σκόπιμο να κάνει αυτή τη στιγμή τέτοια κίνηση; Aν ναι, τότε βεβαίως να το κάνει και να πάει στη Xάγη. Aν δεν μπορεί ή κρίνει ότι δεν πρέπει να κάνει τώρα την επέκταση στα 12 μίλια, τότε αποτελεί «νομική αυτοκτονία» η προσφυγή με 10 μίλια στον αέρα και 6 στη θάλασσα.
Tραγικά αποτελέσματα θα είχε και η άνευ όρων παραπομπή στη Xάγη του θέματος της αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Aιγαίου. H Eλλάδα άρχισε τη στρατιωτικοποίηση των νησιών αυτών από τη δεκαετία του ’60, όταν έφθασε στα πρόθυρα πολέμου με την Tουρκία λόγω των δραματικών γεγονότων στην Kύπρο. Tα μετέτρεψε δε σε οχυρά μετά την εισβολή της Aγκυρας στην Kύπρο, το 1974.
Σε ό,τι αφορά όμως τη Mυτιλήνη, τη Xίο, τη Σάμο και την Iκαρία η Συνθήκη της Λωζάννης (24-7-1923) ορίζει με σαφήνεια την αποστρατιωτικοποίησή τους: «Aι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τινος έργου... Aι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσιν εις τον συνήθη αριθμόν των διά την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων...» (άρθρο 13).
Aκόμη αυστηρότερη είναι η Συνθήκη των Παρισίων (10-2-1947) για τα Δωδεκάνησα: «Aι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι» (άρθρο 14, παράγραφος 2).
Eίναι προφανές ότι η στρατιωτικοποίηση των νησιών αυτών αντίκειται κραυγαλέα στις διατάξεις των συνθηκών. Tο Δικαστήριο της Xάγης θα αποφάσιζε την αποστρατιωτικοποίησή τους. Mετά, όμως, την τουρκική εισβολή στην Kύπρο και την επί 30 χρόνια παράνομη στρατιωτική κατοχή του 40% του κυπριακού εδάφους, οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να αποσύρει τον στρατό και να αφήσει τα νησιά του Aιγαίου στο έλεος της Aγκυρας, θα εθεωρείτο ένοχη «εσχάτης προδοσίας» και θα ανατρεπόταν αμέσως.
Θεωρητικά, μόνο η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Kύπρο και η ρητή εγγύηση των ελληνικών συνόρων από τους ηγέτες της E.E. και του NATO έναντι της Tουρκίας θα επέτρεπε σε μια ελληνική κυβέρνηση να αρχίσει συζητήσεις περί αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών – και τότε πάλι μέσα σε κλίμα εντονότατης δυσπιστίας και αντίθεσης της κοινής γνώμης.
Aπορρίπτοντας την παραπομπή των «γκρίζων ζωνών» στη Xάγη, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ισχυρίστηκε ότι «οι γκρίζες ζώνες ανήκουν στη φαντασία της Tουρκίας μόνον».
Γνωρίζει ότι αυτό, δυστυχώς, δεν είναι αληθές. Προ δεκαετίας, τον Aπρίλιο του 1996, δύο μήνες μετά την εθνική ταπείνωση των Iμίων, ο τέως πρόεδρος των HΠA, Mπιλ Kλίντον, είχε αποστείλει επιστολή στην επιτροπή «Δικαιοσύνη για την Kύπρο». Eκεί, όχι μόνο τόνιζε πως «οι HΠA δεν έχουν πάρει θέση στο πρόβλημα της βραχονησίδας Iμια - Kαρντάκ», αλλά και αμφισβητούσε ευθέως το Iταλοτουρκικό Πρωτόκολλο του 1932, βάσει του οποίου δόθηκαν στην Eλλάδα τα Δωδεκάνησα το 1947.
«H ερμηνεία αλλά ακόμη και η εγκυρότητα(!) ορισμένων από τα εν λόγω έγγραφα αμφισβητούνται από τα μέρη», έγραφε ο Mπιλ Kλίντον, προσθέτοντας, μάλιστα, ότι το Διεθνές Δικαστήριο ή άλλο διεθνές συναινετικό σώμα είναι αρμόδιο «να ορίσει τη βάση(!) για την έκδοση της απόφασής του».
Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι το Δικαστήριο της Xάγης θα μπορούσε, κατά τη γνώμη της Oυάσιγκτον, να αγνοήσει το Iταλοτουρκικό Πρωτόκολλο του 1932 ως βάση της απόφασής του, οπότε θα άνοιγε ο ασκός του Aιόλου για τουρκικές διεκδικήσεις επί εκατοντάδων ελληνικών βραχονησίδων στα Δωδεκάνησα!
Λέγοντας, δηλαδή, τα πράγματα με το όνομά τους, θα έμπαινε θέμα επαναχάραξης των ελληνοτουρκικών συνόρων στο Aιγαίο, έστω και περιθωριακά, αν το Διεθνές Δικαστήριο της Xάγης συμμεριζόταν τις απόψεις της Oυάσιγκτον! Aυτή είναι η πικρή αιτία που οδήγησε τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αποκλείσει την παραπομπή των «γκρίζων ζωνών» στη Xάγη...
Συνολικά, είναι τόσες οι θανάσιμες παγίδες της νομικής περιπέτειας της Xάγης και τόσο δύσκολες οι προαπαιτούμενες πολιτικές αποφάσεις, που προκαλείται απορία για τα πραγματικά αίτια αυτής της συζήτησης που φούντωσε ξαφνικά, αλλά προφανώς όχι τυχαία.

Apostolos Pavlidis είπε...

Μεταφέρω…
Η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο.

Tης Χαριτινης Διπλα - Kαθηγήτριας Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Στον πρόσφατο δημόσιο διάλογο για τη δικαστική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών (της Χάγης), θα ήθελα να συνεισφέρω με τις ακόλουθες σκέψεις.
Δύο είναι οι κεντρικοί άξονες γύρω από τους οποίους πρέπει να κινηθεί ο προβληματισμός της ελληνικής πλευράς. Ο πρώτος αναφέρεται σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με την επιλογή των διαφορών που θα έπρεπε να αχθούν στο Δικαστήριο, με τον τρόπο της υπαγωγής τους σ’ αυτό (συνυποσχετικό ή μονομερής προσφυγή), τέλος με την επιλογή του κατάλληλου οργάνου επίλυσης (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή άλλο forum). Ο δεύτερος επικεντρώνεται σε ζητήματα ουσίας.
Είναι κοινός τόπος ότι κάθε δίκη εγκυμονεί κινδύνους και κανένας διάδικος δεν μπορεί να είναι εκ των προτέρων βέβαιος ότι θα κερδίσει ή ότι θα δικαιωθεί σε όλη την έκταση των απαιτήσεών του. Η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο δεν αποτελεί εξαίρεση, μολονότι θα πρέπει να εξαρθεί ο υποχρεωτικός και οριστικός χαρακτήρας των αποφάσεων του Δικαστηρίου, που το διαφοροποιεί από τις πολιτικές μεθόδους επίλυσης των διαφορών.
Ως γνωστόν, η Ελλάδα έχει αποδεχτεί την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου με μονομερή δήλωση που υπέβαλε το 1994, έναντι κάθε άλλου κράτους που έχει αναλάβει την ίδια υποχρέωση, για όλες τις νομικές διαφορές, με εξαίρεση τις διαφορές που έχουν σχέση με τη λήψη από την Ελλάδα στρατιωτικών μέτρων αμυντικού χαρακτήρα για λόγους εθνικής αμύνης. Η διατύπωση αυτή παραπέμπει στη στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Από την πλευρά της η Τουρκία δεν έχει αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Επί του παρόντος, δεν υπάρχει διεθνής σύμβαση που να θεμελιώνει δικαιοδοτικό σύνδεσμο μεταξύ των δύο κρατών. Επομένως, με τα σημερινά δεδομένα, τα δύο κράτη θα έπρεπε να προχωρήσουν στη σύναψη συνυποσχετικού. Βέβαια, ένα (απίθανο) σενάριο είναι ότι θα μπορούσε η Τουρκία να υποβάλει δήλωση αποδοχής της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και να προσφύγει αμέσως μετά μονομερώς κατά της Ελλάδος για όλα τα ζητήματα, εκτός από αυτά που αναφέρονται στην ελληνική επιφύλαξη (διαφορές σχετικά με στρατιωτικά μέτρα για λόγους εθνικής αμύνης).
Πάγια θέση των ελληνικών κυβερνήσεων είναι ότι η μόνη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα δύο κράτη είναι αυτή για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Διαφορές υφίστανται ωστόσο τόσο για το εύρος των χωρικών υδάτων, του εθνικού εναερίου χώρου, για την στρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, όπως επίσης και για την έκταση του ελληνικού FIR. Για όλα αυτά τα ζητήματα, οι θέσεις των δύο μερών είναι αντίθετες. Και τα δύο διεκδικούν δικαιώματα και αρμοδιότητες πάνω στις ίδιες ζώνες ή αμφισβητούν αμοιβαία δικαιώματα και αρμοδιότητες του άλλου μέρους επικαλούμενα το διεθνές δίκαιο, πρόκειται επομένως για νομικές διαφορές. Εάν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με την παραπάνω λογική, νομική διαφορά αποτελεί επίσης και η τουρκική διεκδίκηση που αναφέρεται στις «γκρίζες ζώνες», εφόσον πάνω σε νησιωτικό έδαφος που η Ελλάδα θεωρεί ότι της ανήκει (νησίδες και βραχονησίδες), η Τουρκία αρνείται να αναγνωρίσει την ελληνική κυριαρχία και η Ελλάδα απορρίπτει αυτές τις διεκδικήσεις. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι οι παροτρύνσεις που εμπεριέχονται στα Συμπεράσματα του Ελσίνκι του 1999, όπως είναι φυσικό για ένα πολιτικό κείμενο, αναφέρονται με γενικό τρόπο σε κάθε συνοριακή εκκρεμή διαφορά και άλλα συναφή θέματα.
Η διαφορά για την υφαλοκρηπίδα και τα χωρικά ύδατα μπορεί βέβαια να αχθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Στην περίπτωση αυτή, τα δύο κράτη θα πρέπει να κινηθούν σε αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο και να συνάψουν συνυποσχετικό, στη διατύπωση του οποίου οφείλει να προχωρήσει πολύ προσεκτικά η ελληνική πλευρά. Κεντρικό ζήτημα που θα πρέπει να διευκρινιστεί εξαρχής είναι ο περιορισμός της έκτασης της υπό οριοθέτηση περιοχής του βυθού, η οποία δεν πρέπει να περιλαμβάνει ευρύτερες περιοχές του Αιγαίου.
Για την υφαλοκρηπίδα, η νομολογία του Δικαστηρίου, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε το 1978, όταν το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του για την αρμοδιότητα στην ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, είναι σήμερα πολύ ευνοϊκότερη για τις ελληνικές θέσεις. Ενώ στις πρώιμες υποθέσεις οριοθέτησης, οι δικαστές της Χάγης είχαν αποστρέψει το πρόσωπό τους από τη μέση γραμμή και εισαγάγει στο νομικό στερέωμα την έννοια των δίκαιων αρχών (ευθυδικία), στις πρόσφατες υποθέσεις επανήλθαν στην ασφάλεια του δικαίου που εξασφαλίζει η αρχή της μέσης γραμμής /ίσης απόστασης, ενώ παράλληλα αναγνώρισαν στα νησιά πλήρη τίτλο σε υφαλοκρηπίδα, καθώς επίσης και επαρκή έως πλήρη επήρεια κατά τη διαδικασία της οριοθέτησης.
Σε σχέση με το ζήτημα του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης, το δικαίωμα επέκτασης έως τα 12 ν. μίλια θεμελιώνεται τόσο στο συμβατικό δίκαιο, από το οποίο όμως δεν δεσμεύεται η Τουρκία (ως μη συμβαλλόμενο κράτος στη Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας), όσο και στο εθιμικό δίκαιο με ταυτόσημο περιεχόμενο. Επί πλέον, εάν το ζήτημα της επέκτασης ελύετο δικαστικώς (έστω και μερικώς) υπέρ της Ελλάδας, θα επιτυγχάνετο αφενός η εναρμόνιση του εύρους μεταξύ εθνικού εναέριου χώρου και υδάτων στην αιγιαλίτιδα ζώνη, αφετέρου θα απλοποιείτο κατά πολύ και το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.
Σημειωτέον ότι για την επίλυση της διαφοράς που αναφέρεται στην αμφισβήτηση από την Τουρκία των ορίων του ελληνικού FIR θα μπορούσε να γίνει χρήση του θεσμικού πλαισίου του αρμόδιου διεθνή οργανισμού, δηλαδή της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO). Ας σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη διαδικασία δίδει σε πρώτο βαθμό αρμοδιότητα στο Συμβούλιο του ICAO και σε δεύτερο βαθμό σε ειδικό διαιτητικό δικαστήριο ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τις διαφορές περί την εφαρμογή ή ερμηνεία της Σύμβασης του Σικάγου του 1944 για την Πολιτική Αεροπορία (άρθρ. 84 επ. της Σύμβασης).
Η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε αόριστο αριθμό νησίδων και βραχονησίδων («γκρίζες ζώνες») είναι η τελευταία απόπειρα από τουρκικής πλευράς αναμόχλευσης του νομικού καθεστώτος του Αιγαίου Πελάγους. Είναι η μόνη διεκδίκηση επί ελληνικού εδάφους, σε αντίθεση με τις προηγούμενες διαφορές που αφορούν σε θαλάσσιες ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας, πάνω στις οποίες η Ελλάδα ασκεί ορισμένες μόνον αρμοδιότητες. Παρότι θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι και η διαφορά αυτή εμπίπτει στην κατηγορία των νομικών διαφορών, το αντικείμενό της, λόγω των γενικών και αόριστων τουρκικών διεκδικήσεων, δεν προσφέρεται για υπαγωγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία έχουν εκφραστεί συγκεκριμένες διεκδικήσεις. Ας θυμηθούμε ότι μετά την κρίση των Ιμίων, η ελληνική πολιτική ηγεσία είχε επανειλημμένως καλέσει την Τουρκία να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο εάν αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία πάνω στις συγκεκριμένες βραχονησίδες. Το Δικαστήριο και άλλα δικαιοδοτικά όργανα έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν με υποθέσεις στις οποίες υπήρχε αμφισβήτηση κυριαρχίας πάνω σε νησιά. Σε ορισμένες μάλιστα από τις υποθέσεις αυτές, το ζήτημα της κυριαρχίας ήταν πρόκριμα για το δεύτερο στάδιο της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών. Και εδώ οι ελληνικές θέσεις είναι στέρεα θεμελιωμένες στις διατάξεις διεθνών συμβάσεων.
Η δυσκολία είναι ότι για να γίνουν όλα τα παραπάνω πρέπει και τα δύο κράτη να συμφωνήσουν για τις διαφορές που θα υπαγάγουν στο Δικαστήριο. Η πιθανότητα να δεχτεί η Τουρκία να πάει στη Χάγη μόνο για την υφαλοκρηπίδα, όπως έως τώρα έχει υποστηριχτεί από την ελληνική πλευρά, είναι μηδαμινή. Θυμίζω ότι η ελληνική μονομερής προσφυγή το 1976 απορρίφθηκε από το Δικαστήριο λόγω έλλειψης αρμοδιότητας, ακριβώς επειδή η Τουρκία δεν είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για την επίλυσή της.
Τίθεται σήμερα ένα θεμελιώδες ερώτημα: Είναι η Ελλάδα έτοιμη να προτείνει μια συμφωνία για παραπομπή όλων των διαφορών στο Δικαστήριο; Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να επιδιώξει συνεννόηση με τη γείτονα, ώστε από κοινού να υπαγάγουν τη διαφορά περί την κυριαρχία πάνω σε συγκεκριμένα νησιά και όχι αορίστως σε νησίδες ή βραχονησίδες που ορίζονται ως «γκρίζες ζώνες» (όπως διατείνεται η Τουρκία) και στη συνέχεια να τεθεί το ζήτημα των χωρικών υδάτων και της υφαλοκρηπίδας (όπως έχει προτείνει η Ελλάδα). Εάν τα δύο κράτη επιτύγχαναν μια τέτοια συνολική διευθέτηση και την οριστική επίλυση αυτών των διαφορών, αυτό θα είχε κατευναστικό αποτέλεσμα και στα ζητήματα του εναέριου χώρου και της στρατιωτικοποίησης των νησιών, οπότε δεν θα γινόταν πλέον λόγος για υπαγωγή του θέματος αυτού στο Δικαστήριο της Χάγης.

Al-X είπε...

Endiaferon ....!
H alh8eia einai oti elyses arketes apories (pisteyw oxi mono dikes moy)!

Apostolos Pavlidis είπε...

Υφαλοκρηπίδα

Η Ελλάδα θεωρεί την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ως τη μόνη διαφορά, και πάντως νομικής φύσεως, μεταξύ των δύο χωρών και συνεπώς προκρίνει τη δικαστική διευθέτησή της. Αντιθέτως, η Τουρκία θέτει το ζήτημα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές ότι οι διεκδικήσεις της υπερβαίνουν κατά πολύ τα δικαιώματά της τα οποία απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο. Ουσιαστικά, η Τουρκία αποβλέπει στην απόκτηση δικαιωμάτων υφαλοκρηπίδας δυτικά των ελληνικών νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και κατά συνέπεια στον εγκλωβισμό αυτών σε μία ζώνη τουρκικής δικαιοδοσίας. Το γεγονός ότι η τουρκική άποψη δεν βασίζεται σε κανένα κανόνα του Διεθνούς Δικαίου, αποκαλύτπει την επιδίωξη της Τουρκίας να αναγάγει μια διαφορά νομικής φύσεως, σε πολιτική.

Ιστορικό του προβλήματος

Η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου χρονολογείται από το Νοέμβριο 1973, όταν δημοσιεύθηκε στην Τουρκική Εφημερίδα της Κυβέρνησης απόφαση παραχώρησης στην κρατική τουρκική εταιρεία πετρελαίων αδειών διεξαγωγής ερευνών σε υποθαλάσσιες περιοχές πλησίον ελληνικών νήσων. Σε αντίστοιχη πράξη προχώρησε η Τουρκική Κυβέρνηση και το 1974, επεκτείνοντας τις ήδη εκχωρηθείσες περιοχές. Επιπλέον, το 1974 και το 1976 πραγματοποιήθηκαν έρευνες στο Αιγαίο από τουρκικά ωκεανογραφικά σκάφη (Τσανταρλί και Χόρα).
Σε μία προσπάθεια μείωσης της έντασης, από τις ως άνω τουρκικές ενέργειες έλαβαν χώρα συνομιλίες μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στη Βέρνη και στις 11/11/1976 οι δυο χώρες προχώρησαν στην υπογραφή του ομώνυμου Πρακτικού, που έθετε το πλαίσιο συμπεριφοράς για τον περαιτέρω χειρισμό του ζητήματος έως ότου υποβληθεί στο Διεθνές Δικαστήριο. Μετά την άρνηση της Τουρκίας να προσφύγει σε αυτό, το Πρακτικό της Βέρνης έπαυσε να ισχύει.
Λόγω της τουρκικής αρνήσεως να επιλύσει το θέμα με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, η εκκρεμότητα συνεχίστηκε ως το Μάρτιο του 1987, οπότε η κρίση έφθασε στα όρια ένοπλης αντιπαράθεσης, όταν το τουρκικό πλοίο Σισμίκ-1, συνοδευόμενο από τουρκικά πολεμικά, άρχισε την κάθοδό του στο Αιγαίο, προκειμένου να πραγματοποιήσει έρευνες έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη ελληνικών νήσων. Η κρίση εκτονώθηκε με την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των δύο Πρωθυπουργών, οπότε και δόθηκε η ευκαιρία στην Ελλάδα να επαναδιατυπώσει τις πάγιες θέσεις της για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, στην οποία εμμένει μέχρι σήμερα.

Το αντικείμενο και η φύση της διαφοράς

Το ζήτημα έγκειται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε δύο συγκεκριμένα σημεία, δηλαδή αφενός στη θαλάσσια προέκταση της συνοριακής γραμμής στη Θράκη και αφετέρου στα πλησίον της Τουρκικής ακτής ευρισκόμενα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου και στη Δωδεκάνησο. Δεν αφορά σαφώς σε ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου όπως όψιμα ισχυρίζεται η Τουρκία, η οποία άλλωστε είχε παραχωρήσει άδειες διεξαγωγής πετρελαϊκών ερευνών μόνο για τα δύο προαναφερόμενα σημεία.
Επιπλέον, όπως σαφώς προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τη σχετική νομολογία (Σύμβαση της Γενεύης 1958, Σύμβαση 1982 Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας 1969) τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους νομικά ισχυρισμούς της Τουρκίας.
Ως προς την επίλυση της διαφοράς, η Τουρκία επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας (equity), χωρίς να μπορεί να τη στηρίξει σε κριτήρια ασφαλή και συγκεκριμένα. Σύμφωνα με την Ελλάδα για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εφαρμόζεται το Διεθνές Δίκαιο (συμβατικό και εθιμικό), στο πλαίσιο του οποίου ο κανόνας της μέσης γραμμής αποτελεί την επικρατούσα αρχή του Δικαίου της οριοθέτησης. Αυτό άλλωστε βεβαιώνεται και από τη διεθνή πρακτική.
Επιπλέον, κατά τη διεθνή πρακτική, οι "ειδικές περιστάσεις" (εγγύτητα ορισμένων ελληνικών νήσων στα τουρκικά παράλια) που αυθαίρετα επικαλείται η Τουρκική πλευρά για την επίλυση του προβλήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, δεν αποτελούν παρά εξαίρεση του κανόνα εφαρμογής της μέσης γραμμής. Κατά συνέπεια, οι απόψεις αυτές δεν δύνανται να δικαιολογήσουν μετάθεση της μέσης γραμμής από το Ανατολικό στο Κεντρικό Αιγαίο, αλλά ούτε και να θέσουν εν αμφιβόλω την εφαρμογή του διεθνούς συμβατικού και εθιμικού κανόνα, ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα.

Apostolos Pavlidis είπε...

Χωρικά Ύδατα - Εναέριος χώρος

Τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας εκτείνονται στα 6 ν.μ. από τη φυσική ακτογραμμή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το εύρος αυτό μπορεί να είναι μικρότερο από 6 ν.μ. σύμφωνα με την εφαρμογή του κανόνα της μέσης γραμμής ή συναφείς συμβατικές ρυθμίσεις.
Δύο είναι τα νομοθετήματα τα σχετικά με την αιγιαλίτιδα ζώνη της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, με το άρθρο του Α.Ν. 230/1936 "περί καθορισμού αιγιαλίτιδος ζώνης της Ελλάδας" (ΦΕΚ Α΄450) ορίσθηκε ότι "η έκτασις της αιγιαλίτιδας ζώνης καθορίζεται εις εξ ναυτικά μίλια από την ακτή, μη θιγομένων των εν ισχύι διατάξεων των αφοροσών εις ειδικάς περιπτώσεις, καθ'ας η αιγιαλίτις ζώνη ορίζεται μείζων ή ελάσσων των εξ ναυτικών μιλίων". Η πρόβλεψη αυτή επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 139 του ΚΔΝΔ (Ν.Δ. 187/1973, ΦΕΚ Α’ 261), το οποίο ορίζει ότι "τα χωρικά ύδατα περιλαμβάνουν θαλάσσια ζώνη, της οποίας το πλάτος ορίζεται εις εξ ναυτικά μίλια, δυνάμενον να ορισθή και διαφόρως δια Π. Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου".
Σε ορισμένα μόνο σημεία της ελληνικής επικράτειας, όπου η απόσταση από ακτές άλλου κράτους είναι μικρότερη από το άθροισμα του εύρους των αντίστοιχων χωρικών υδάτων, υπάρχει διαφοροποίηση του εύρους της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης. Αυτή είναι η περίπτωση των ανατολικών ακτών των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου. Σε ότι αφορά στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ισχύει ο εθιμικός κανόνας της μέσης γραμμής, ο οποίος είναι ενσωματωμένος στο άρθρο 15 της Σύμβασης των Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982). Η οριοθέτηση στην περιοχή των Δωδεκανήσων προκύπτει συμβατικά από τη Συμφωνία της 4ης Ιανουαρίου 1932 και το Πρωτόκολλο της 28ης Δεκεμβρίου 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας. Η Ελλάδα υπεισήλθε ως διάδοχο κράτος στις σχετικές ρυθμίσεις των συμφωνιών αυτών, βάσει του άρθρου 14(1) της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947, που εκχωρεί την κυριαρχία των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, εθιμικό και συμβατικό, η Ελλάδα έχει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Κατά την επικύρωση της Σύμβασης των Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, η χώρα μας προέβη στη δήλωση ότι "ο χρόνος και ο τόπος άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων, χωρίς τούτο να σημαίνει ούτε κατ’ ελάχιστο απεμπόληση εκ μέρους της των εν λόγω δικαιωμάτων, είναι ένα ζήτημα που απορρέει από την εθνική της στρατηγική". Επιπλέον το άρθρο 2 του Ν.2321/1995, κυρωτικού της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, προβλέπει ότι "η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα κατ'εφαρμογή του άρθρου 3 της κυρούμενης Συμβάσεως να επεκτείνει σε οποιονδήποτε χρόνο το εύρος της χωρικής θάλασσας μέχρι αποστάσεως 12 ν.μ.
Σημειώνεται ότι το δικαίωμα επεκτάσεως των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 ν.μ. έχει ασκηθεί ήδη από πολλά κράτη συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, η οποία από το 1964 έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο στα 12 ν.μ.
Η Τουρκία με αφορμή τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας απείλησε ότι θεωρεί ως casus belli την ενδεχόμενη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων. Με την ευκαιρία της κύρωσης της προαναφερόμενης Σύμβασης από τη χώρα μας στις 31/5/1995, η τουρκική Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ψήφισμα στις 8/6/1995, με το οποίο εκχωρεί στην τουρκική κυβέρνηση όλες τις αρμοδιότητες συμπεριλαμβανομένων και των στρατιωτικών, για τη διατήρηση και υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας. Το εν λόγω ψήφισμα βρίσκεται πάντα εν ισχύι, η δε Τουρκία δεν έχει ανακαλέσει την πολιτική της αυτή.
Πέραν της ως άνω ανορθόδοξης στάσης της Τουρκίας έναντι των κανόνων διεθνούς δικαίου, η απειλή χρήσης βίας (casus belli) παραβιάζει το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που απαγορεύει στα κράτη μέλη την απειλή ή τη χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις. Εξάλλου, η επέκταση των χωρικών υδάτων οποιασδήποτε χώρας στα 12 ν.μ. είναι απόλυτο και αναφαίρετο δικαίωμα, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας η οποία εν προκειμένω κωδικοποιεί προϋπάρχον εθιμικό δίκαιο.
Η Ελλάδα έχει επίσης αιγιαλίτιδα ζώνη, για τις ανάγκες αεροπλοϊας και αστυνομίας της, πλάτους 10 ν.μ. που καθιερώθηκε με το Π.Δ. 6/18 Σεπτεμβρίου 1931 "περί καθορισμού πλάτους χωρικών υδάτων, όσον αφορά τα ζητήματα της Αεροπορίας και Αστυνομίας αυτής" (ΦΕΚ Α' 325).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Τουρκία ενώ μέχρι το 1975 και για 44 συνεχή έτη ανεγνώριζε και σεβόταν τη ρύθμιση αυτή των 10 ν.μ., έκτοτε προβάλλει αμφισβητήσεις της, προβαίνοντας σε συνεχείς παραβιάσεις του Ελληνικού Εναέριου Χώρου. Μάλιστα, σχηματισμοί Τουρκικών μαχητικών, συχνότατα οπλισμένων, όχι μόνο παραβιάζουν το αμφισβητούμενο πλέον από την Τουρκία τμήμα του ελληνικού εναερίου χώρου μεταξύ 10 και 6 ν.μ., αλλά διεισδύουν σε μεγάλο βάθος, και πέραν των 6 ν.μ.,εντός δηλαδή του τμήματος του ελληνικού εναερίου χώρου που η Τουρκία αναγνωρίζει, ενώ συχνά σημειώνονται υπερπτήσεις του εδάφους των ελληνικών νήσων.
Σχετικώς θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Ελλάδα, σε τήρηση των διεθνών διαδικασιών, είχε προβεί χωρίς καθυστέρηση, στη γνωστοποίηση της ανωτέρω νομοθεσίας περί του εθνικού εναερίου χώρου της, προκειμένου να έχει έννομες συνέπειες σε διεθνές επίπεδο και, ειδικότερα, έναντι των γειτονικών κρατών.
Πράγματι, βάσει της σχετικής υποχρέωσης της Ελλάδας από το Παράρτημα "F" περί αεροναυτικών χαρτών της Σύμβασης των Παρισίων 1919 για την Εναέρια Κυκλοφορία, η Ελλάδα προέβη στη γνωστοποίηση προς την CINA (Διεθνής Επιτροπή Αεροναυτιλίας) χαρτών εναερίου χώρου, καθορισμού αεροδιαδρόμων, καθώς και των σημείων transit στα βόρεια και ανατολικά σύνορά της. Οι χάρτες αυτοί αποτυπώνουν το εξωτερικό όριο του ελληνικού εναέριου χώρου στα 10 ν.μ.
Με τη θέση σε ισχύ του Παραρτήματος 4 της Σύμβασης του Σικάγου 1944 που αφορά στους Αεροναυτικούς Χάρτες, οι πρώτοι αεροναυτικοί χάρτες του ICAO, που δημοσιεύθηκαν το 1949, είχαν ως βάση τους χάρτες της CINA. Στη δεύτερη δημοσίευσή τους το 1955, νέοι αεροναυτικοί χάρτες συμπεριελήφθησαν, τους οποίους η Ελλάδα δημοσίευσε με σαφή περιγραφή των εξωτερικών ορίων του εθνικού εναερίου χώρου στα 10 ν.μ. Υπογραμμίζεται σχετικά, ότι οι αντίστοιχοι τουρκικοί αεροναυτικοί χάρτες συμπεριλαμβάνουν επίσης τα εξωτερικά όρια του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου στα 10 ν.μ.
Κατά τις Περιοχικές Συνδιασκέψεις των Παρισίων (1952) και της Γενεύης (1958) για την Πολιτική Αεροπορία, καθορίσθηκαν τα όρια του FIR Αθηνών, με βάση τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εναερίου χώρου. Ακόμη, στα πρακτικά της Περιοχικής Συνδιάσκεψης του 1958 γίνεται σαφής αναφορά στους ελληνικούς αεροναυτικούς χάρτες, που κοινοποιήθηκαν στον ICAO το 1955 και απεικονίζουν τα όρια του ελληνικού εναέριου χώρου στα 10 ν.μ. Η Τουρκία συμμετείχε σε αυτές τις Περιοχικές Συνδιασκέψεις χωρίς να υποβάλει ενστάσεις όσον αφορά το εύρος των 10 ν.μ. του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου. Στις Συνδιασκέψεις αυτές εγκρίθηκε και ο σχετικός χάρτης του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Αεροναυτιλίας.
Εκ νέου επίσημη γνωστοποίηση του ορίου των 10 ν.μ., όπως ορίζεται με το Προεδρικό Διάταγμα του 1931, περιελήφθη στο Εγχειρίδιο Αεροναυτικών Πληροφοριών, το οποίο εκδόθηκε, σύμφωνα με το Παράρτημα 15 της Σύμβασης του Σικάγου, από τις αρμόδιες Αρχές για την Πολιτική Αεροπορία (AIP Greece, vol. I, RAC 0-1.2.1).
Τέλος, το καθεστώς των 10 ν.μ. είναι σε ισχύ από το 1931, όταν εκδόθηκε το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα και εφαρμόσθηκε ομοιόμορφα, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία όσον αφορά στη νομική του βάση εκ μέρους τρίτων χωρών.
Είναι προφανές ότι η όψιμη αυτή αμφισβήτηση εκ μέρους της Τουρκίας του εύρους του ελληνικού εναερίου χώρου, αποτελεί μέρος της γενικότερης επιδίωξης της τουρκικής πολιτικής για αναθεώρηση του status quo στο Αιγαίο.

Apostolos Pavlidis είπε...

FIR

Το FIR Αθηνών

Την 7η Δεκεμβρίου 1944 υπογράφηκε στο Σικάγο η Σύμβαση περί Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας, που προέβλεπε την ίδρυση ενός Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO). O ICAO οριοθέτησε τα όρια των περιοχών ευθύνης για τον έλεγχο του εναερίου χώρου στις χώρες μέλη του (Flight Information Region-FIR). Το FIR Αθηνών οριοθετήθηκε στο πλαίσιο των περιοχικών συνδιασκέψεων αεροναυτιλίας Ευρώπης των ετών 1950, 1952 και 1958. Η Τουρκία ήταν παρούσα και αποδέχθηκε τον καθορισμό του εναέριου χώρου για τον οποίο υπεύθυνη ορίστηκε η Ελλάδα. Το FIR Αθηνών καλύπτει ολόκληρο τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και επιπλέον διάσπαρτα τμήματα του διεθνούς εναερίου χώρου. Σύμφωνα με τους κανόνες του ICAO και τη διεθνή πρακτική η Ελλάδα απαιτεί, για λόγους ασφάλειας των πολιτικών πτήσεων, όπως όλα τα αεροσκάφη, πολιτικά και στρατιωτικά, υποβάλουν σχέδια πτήσεως πριν από την είσοδό τους στο FIR Αθηνών.
Παρά ταύτα τον Αύγουστο του 1974, η Τουρκία αυθαίρετα εξέδωσε τη ΝΟΤΑΜ 714 ("ειδοποίηση προς αεροναυτιλομένους") με την οποία προσπαθούσε να επεκτείνει τον χώρο της δικαιοδοσίας της μέχρι το μέσο του Αιγαίου εντός του FIR Αθηνών. Η Ελλάδα τότε κήρυξε το Αιγαίο επικίνδυνη περιοχή (NOTAM 1157). Ο ICAO, απηύθυνε έκκληση και στις δύο πλευρές χωρίς επιτυχία. Τέλος, η Άγκυρα, το 1980, και πάλι μονομερώς, ανακάλεσε τη ΝΟΤΑΜ 714 όταν διαπίστωσε ότι το μέτρο έβλαπτε τα συμφέροντά της και ιδίως τον τουρισμό της. Ωστόσο, η Τουρκία έκτοτε σταμάτησε να υποβάλει σχέδια πτήσεως για τα στρατιωτικά της αεροσκάφη, με το επιχείρημα ότι η Σύμβαση του Σικάγου δεν αφορά στα κρατικά αεροσκάφη, σταθερά αρνείται να υποβάλει σχέδια πτήσεων για τις εισόδους των στρατιωτικών αεροσκαφών της εντός του FIR Αθηνών, διαπράττοντας, έτσι, πολυάριθμες παραβάσεις των κανόνων Εναέριας Κυκλοφορίας και υποχρεώνοντας, συνακόλουθα, την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (και την ελληνική Πολεμική Αεροπορία) σε έκτακτες ενέργειες και στη δαπάνη σημαντικών κονδυλίων προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή διεξαγωγή της εναέριας κυκλοφορίας στον εναέριο χώρο του Αιγαίου.
Η ελληνική θέση είναι ότι, για λόγους αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων και αποφάσεων του ICAO, ειδικότερα για λόγους ασφαλείας της διεθνούς αεροπορίας εντός του FIR Αθηνών, η Τουρκία οφείλει να υποβάλει σχέδια πτήσεως. Η Τουρκία όμως, στις μόνες περιπτώσεις που υποβάλλει τέτοια σχέδια, πέραν βεβαίως των πτήσεων των πολιτικών αεροσκαφών της, είναι όταν ζητά διπλωματική άδεια υπέρπτησης για κρατικά αεροσκάφη της τα οποία πρόκειται να διασχίσουν την ελληνική επικράτεια προς άλλη χώρα, και ουδέποτε για τις πτήσεις των στρατιωτικών της αεροσκαφών στο διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου. Η ελληνική Πολεμική Αεροπορία αναχαιτίζει για λόγους αναγνώρισης αγνώστων ιχνών αεροσκαφών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ICAO, κάθε αεροσκάφος που εισέρχεται στο FIR Αθηνών χωρίς υποβολή σχεδίου πτήσεως.

Έρευνα και Διάσωση

Η έρευνα και διάσωση για αεροπορικά ατυχήματα διέπεται από τη Σύμβαση του Σικάγου και τους Κανονισμούς του ICAO. H ελληνική περιοχή έρευνας και διάσωσης σε περίπτωση αεροπορικού ατυχήματος, έχει καθορισθεί κατόπιν περιοχικής συμφωνίας στο πλαίσιο του ICAO (1952) και συμπίπτει με το FIR Αθηνών.
Τα θέματα της ναυτικής έρευνας και διάσωσης καθορίζονται από τη Σύμβαση του Αμβούργου του 1979 που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας (International Maritime Organization-IMO) και τέθηκε σε ισχύ το 1985. Σύμφωνα με αυτήν οι περιοχές ευθύνης των συμβαλλομένων μερών για την παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης σε περίπτωση θαλασσίων ατυχημάτων ρυθμίζεται με συμφωνία των ενδιαφερομένων παράκτιων κρατών.
Η Ελλάδα κατά την υπογραφή της Σύμβασης δήλωσε ότι η περιοχή ευθύνης της για τη ναυτική έρευνα και διάσωση συνέπιπτε με το FIR Αθηνών, όπως άλλωστε είχε ήδη κοινοποιήσει και στον προγενέστερο του ΙΜΟ Διεθνή Διακυβερνητικό Ναυτιλιακό Συμβουλευτικό Οργανισμό ήδη από το 1975. Κατά την επικύρωση της προαναφερόμενης Σύμβασης το 1989, η χώρα μας επανέλαβε στον ΙΜΟ ότι η ελληνική περιοχή ευθύνης για θαλάσσια ατυχήματα αντιστοιχεί στο FIR Αθηνών. Τούτο αντικατοπτρίζει τη γεωγραφική και πολιτική πραγματικότητα στην περιοχή και επιτρέπει την πλέον αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών για την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Επίσης, η γενική διεθνής πρακτική αλλά και οι συστάσεις του ΙΜΟ και του ICAO που περιλαμβάνονται στο Διεθνές Εγχειρίδιο Αεροναυτιλιακής και Θαλάσσιας Ερευνας και Διάσωσης (International Aeronautical and Maritime Search and Rescue Manual, IAMSAR Manual) προκρίνουν την υιοθέτηση ταυτόσημων περιοχών για τη ναυτική και την αεροπορική έρευνα και διάσωση, κατά τρόπο που να συμπίπτουν με τα όρια των FIR.
Η Τουρκία, αντιτασσόμενη στην ελληνική δήλωση, κατά τη διάρκεια σύσκεψης της υποεπιτροπής του ΙΜΟ για θέματα ασφάλειας της ναυσιπλοΐας, δήλωσε από πλευράς της ότι οι περιοχές ευθύνης για ναυτική έρευνα και διάσωση στην ανοιχτή θάλασσα πρέπει να οριοθετούνται με συμφωνία των ενδιαφερομένων παράκτιων κρατών και ταυτόχρονα κατέθεσε χάρτη με το Αιγαίο διαμοιρασμένο, ως ενδεικτικό των ορίων των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των τουρκικών υπηρεσιών. Η τουρκική δήλωση απερρίφθη από την Ελλάδα δυο μέρες αργότερα, επίσης κατά τη διάρκεια της προαναφερόμενης συσκέψεως.
Επιπλέον, η Τουρκία με τον Κανονισμό 88/1988 οριοθέτησε περιοχή ευθύνης της για παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης σε κινδυνεύοντα «αεροπορικά και θαλάσσια μέσα», η οποία περιλαμβάνει τμήμα του FIR Αθηνών μέχρι το μέσο περίπου του Αιγαίου, εγκλωβίζοντας μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειας εντός της τουρκικής περιοχής έρευνας και διάσωσης και αγνοώντας ότι οι περιοχές αεροπορικής έρευνας και διάσωσης απαιτούν απόφαση των αρμοδίων οργάνων του ICAO.

Apostolos Pavlidis είπε...

Γκρίζες ζώνες

Την καινοφανή θεωρία περί "γκρίζων ζωνών" ανέπτυξαν Τούρκοι αξιωματούχοι από τα μέσα της δεκαετίας του '90. Η θεωρία αυτή "επανερμηνείας" των διεθνών Συνθηκών συνίσταται στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε μία σειρά νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο. Ειδικότερα, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Το διεθνές νομικό πλαίσιο, ωστόσο, με το οποίο ρυθμίστηκαν τα θέματα κυριαρχίας στην περιοχή μετά τους Παγκοσμίους Πολέμους (Συνθήκες Λωζάνης 1923 και Παρισίων 1947) είναι απολύτως σαφές και αδιαμφισβήτητο.
Ειδικότερα το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923 προβλέπει τα εξής: «Η ληφθείσα απόφασις της 13ης Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαϊου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών) ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τα υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρο 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιαστικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν».
Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης “Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου”.
Περαιτέρω, το άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (10.12.1947) προβλέπει : «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμουμένας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψών, Σύμην, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακειμένας νησίδας».
Παρά το σαφές και αδιαμφισβήτητο κατά τα ανωτέρω διεθνές νομικό πλαίσιο με το οποίο ρυθμίσθηκαν τα θέματα κυριαρχίας της Ελλάδος στην περιοχή του Αιγαίου, η Τουρκία το αμφισβητεί, προβάλλοντας τελευταία τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Προφανώς κατ’ εφαρμογήν της ανωτέρω “θεωρίας”, τουρκικές ακταιωροί συνεχίζουν να παραβιάζουν τα Ελληνικά Χωρικά Ύδατα. Οι Κυβερνήτες των τουρκικών ακταιωρών αρνούνται επί μονίμου βάσεως να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις του ελληνικού Λιμενικού Σώματος και να αποχωρήσουν από την περιοχή, την οποία επιμόνως χαρακτηρίζουν ως “τουρκική επικράτεια”.

Apostolos Pavlidis είπε...

Στρατιωτικό καθεστώς νησιών Αιγαίου

Το στρατιωτικό καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αν. Αιγαίου δεν είναι ενιαίο και διέπεται από διαφορετικές Διεθνείς Συμφωνίες: για τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923, η οποία αντικαταστάθηκε με τη Σύμβαση του Montreux του 1936, για τα νησιά Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 και για τα Δωδεκάνησα από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947.
Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που ζητεί την αποστρατικοποίηση των “νήσων του Ανατολικού Αιγαίου”, χωρίς καμία διάκριση, παραβλέποντας σκοπίμως ότι τα ελληνικά αυτά νησιά διέπονται από διαφορετικά καθεστώτα όσον αφορά στους εξοπλισμούς.
Ειδικότερα:

1. Λήμνος και Σαμοθράκη:
Η αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης- η οποία μαζί με την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελλίων, της Θάλασσας του Μαρμαρά και του Βοσπόρου, καθώς επίσης και των τουρκικών νησιών Ίμβρου (Gokceada), Τενέδου (Bozcaada) και Λαγουσών (Tavcan), αρχικώς προεβλέπετο από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923- καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Montreux του 1936- η οποία, όπως ρητώς μνημονεύεται στο προοίμιό της αντικατέστησε στο σύνολό της την προαναφερόμενη Σύμβαση της Λωζάννης.
Το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη αναγνωρίσθηκε από την Τουρκία, σύμφωνα και με την επιστολή που απηύθυνε στον έλληνα Πρωθυπουργό στις 6 Μαΐου 1936 ο τότε Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα Roussen Esref, κατόπιν οδηγιών της Κυβέρνησής του. Η Τουρκική Κυβέρνηση επανέλαβε αυτή τη θέση, όταν ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Rustu Aras, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ευκαιρία της κύρωσης της Συμβάσεως του Montreux, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, με τις εξής δηλώσεις του: "Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ' εφαρμογήν της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα" (Εφημερίδα των πρακτικών της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, τεύχος 12, Ιούλιος 31/1936, σελ. 309). Παρόμοιες διαβεβαιώσεις εδόθησαν σχετικώς, κατά την ίδια περίοδο, εκ μέρους της Τουρκίας προς τις Κυβερνήσεις τρίτων ενδιαφερομένων χωρών.

2. Το καθεστώς των νησιών Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας
Όσον αφορά στα προαναφερόμενα νησιά, πουθενά στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης δεν προβλέπεται ότι αυτά θα τελούν υπό καθεστώς αποστρατικοποιήσεως.
Η Ελληνική Κυβέρνηση αναλαμβάνει μόνον την υποχρέωση, σύμφωνα με το Aρθρο 13 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης, να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα. Ειδικότερα, το ανωτέρω άρθρο προβλέπει τα εξής:
"Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
1.Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέργερσιν οχυρωματικού τινος έργου.
2.Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοίαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Οθωμανική Κυβέρνησις, θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοϊαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
3.Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ΄ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην".
Ενώ η Ελλάδα έχει μέχρι σήμερα εφαρμόσει με συνέπεια τις παραπάνω διατάξεις, η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι υποχρεούται σύμφωνα με το ίδιο άρθρο να μην επιτρέπει στα στρατιωτικά της α/φη να υπερίπτανται του εναερίου χώρου των εν λόγω ελληνικών νησιών, έχει επανειλημμένως παραβιάσει και συνεχίζει να παραβιάζει τις σχετικές νομικές της υποχρεώσεις.
Από την άλλη πλευρά, το ίδιο άρθρο επιτρέπει στην Ελλάδα να διατηρεί συνήθη αριθμό καλουμένων για τη στρατιωτική θητεία στρατιωτών, οι οποίοι δύνανται να εκπαιδεύονται επί τόπου, καθώς επίσης και δυνάμεων Χωροφυλακής και Αστυνομίας.
Πέραν των ανωτέρω, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να επισημανθεί ότι η Ελλάδα, όπως οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο, δεν παραιτήθηκε ποτέ από το φυσικό της δικαίωμα για άμυνα σε περίπτωση απειλής στρεφομένης κατά των νησιών της ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της επικράτειάς της, τη στιγμή, μάλιστα, που υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η Τουρκία ενεργεί κατά τρόπον ασυνεπή και κατά παράβαση των διατάξεων του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Ειδικότερα:
1.Η Τουρκία, κατά παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης Εγγυήσεως για την Κύπρο, στην οποία η Ελλάδα αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος, εισέβαλε στο νησί το 1974 και, παρά τις πολυάριθμες αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, συνεχίζει να διατηρεί μια σημαντική στρατιωτική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη.
2.Η Τουρκία έχει επανειλημμένα παραβιάσει και συνεχίζει να παραβιάζει τον Ελληνικό Εναέριο Χώρο, ειδικότερα δε τον εναέριο χώρο των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, τον οποίο έχει αναλάβει συμβατική υποχρέωση να σέβεται (παρ. 2, άρθρο 13 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης).
3.Σημαντικότατο λόγο, παρομοίως, αποτελεί το γεγονός ότι, κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η Τουρκία έχει προχωρήσει σε μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση στρατιωτικών μονάδων, όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού, καθώς και ελικοπτέρων και αποβατικών σκαφών σε περιοχές και σημεία της ακτής της Μικράς Ασίας, τα οποία ευρίσκονται έναντι και στρέφονται εναντίον των ελληνικών νησιών, δοθέντος ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος πιθανός στόχος στην περιοχή.
Η προαναφερόμενη κατάσταση πραγμάτων, συνδυαζόμενη με την απειλή πολέμου(casus belli), σε περίπτωση που η Ελλάδα προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 νμ, ως έχει το νόμιμο δικαίωμα , καθώς και τη γενικότερη αναθεωρητική τάση της Τουρκίας ως προς τις Διεθνείς Συνθήκες που καθορίζουν τα του καθεστώτος του Αιγαίου, υποχρεώνει και νομιμοποιεί την Ελλάδα να προβεί στην αναγκαία αμυντική προπαρασκευή που θα της επιτρέψει να ασκήσει, εάν παραστεί ανάγκη το δικαίωμα της νομίμου αμύνης, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και να προστατεύσει τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου.

3. Το καθεστώς των Νήσων του Ν.Α. Αιγαίου (Δωδεκάνησα)
Τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα "κατά πλήρη κυριαρχία" από τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων, τον Απρίλιο του 1947. Περαιτέρω, οι διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης προβλέπουν την αποστρατικοποίηση των νήσων αυτών: "Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι". Στα Δωδεκάνησα υφίστανται ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της CFE.
Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα παραβιάζει τις προβλέψεις της Συνθήκης των Παρισίων. Τρεις σημαντικοί παράμετροι θα πρέπει, εν τούτοις, να ληφθούν υπόψη σχετικώς:
1.Το γεγονός ότι η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν τη Συνθήκη, η οποία, επομένως, αποτελεί "res inter alios acta" γι' αυτήν, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλον. Σύμφωνα δε με το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, "μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες".
2.Το γεγονός ότι η επιβολή του καθεστώτος αποστρατικοποίησης στα Δωδεκάνησα έγινε μετά από αποφασιστική παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης και απηχεί τις πολιτικές σκοπιμότητες της Μόσχας εκείνη τη χρονική περίοδο. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι τα καθεστώτα αποστρατικοποίησης έχασαν το λόγο ύπαρξής τους με τη δημιουργία των συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ως ασύμβατα με τη συμμετοχή χωρών σε στρατιωτικούς συνασπισμούς. Στα πλαίσια αυτά, το καθεστώς της αποστρατικοποίησης έπαψε να εφαρμόζεται για τα ιταλικά νησιά Panteleria, Lampedusa, Lampione και Linosa, καθώς και για τη Δ. Γερμανία από τη μια πλευρά, και τη Βουλγαρία, Ρουμανία, Αν. Γερμανία, Ουγγαρία και Φιλανδία από την άλλη πλευρά. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κατά την παρούσα περίοδο, που χαρακτηρίζεται από γενική ύφεση, η Τουρκία θα μπορούσε να απαιτεί μονομερή αποστρατικοποίηση στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας. Και τούτο, μάλιστα, όταν σε όλες τις διεθνείς κρίσεις στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, κυρίως δε στην κρίση του Κόλπου και μέχρι το 1991, ολόκληρη η ελληνική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως του εναερίου χώρου, των χωρικών υδάτων και του συνόλου των εγκαταστάσεων (λιμένες, αεροδρόμια) των νήσων του Αιγαίου διατέθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ για τους σκοπούς της Συμμαχίας.
3.Όσα έχουν προαναφερθεί σε σχέση με το δικαίωμα της Ελλάδας για νόμιμη άμυνα είναι εφαρμοστέα και σε αυτήν την περίπτωση.

Apostolos Pavlidis είπε...

Περίπτωση Ιμίων

Στις 26 Δεκεμβρίου 1995, όταν τουρκικό φορτηγό πλοίο προσάραξε σε μία εκ των νησίδων Ίμια, ο πλοίαρχος αρνήθηκε αρχικά την προσφερθείσα εκ μέρους των ελληνικών Αρχών βοήθεια, υποστηρίζοντας ότι ευρίσκεται εντός τουρκικών χωρικών υδάτων, για να δεχθεί στο τέλος να ρυμουλκηθεί από ελληνικό ρυμουλκό στην Τουρκία.
Στις 27 Ιανουαρίου 1996, δημοσιογράφοι της τουρκικής εφημερίδας Hurriyet υπέστειλαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την τουρκική στη νησίδα Ιμια. Την επομένη το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό υπέστειλε την τουρκική και ύψωσε την ελληνική σημαία. Ακολούθως τουρκικά πολεμικά πλοία κατέπλευσαν στην περιοχή παρακολουθούμενα από ελληνικά. Σημειώθηκαν παραβιάσεις ελληνικών χωρικών υδάτων από τουρκικά πολεμικά πλοία, αλλά και ελληνικού εναερίου χώρου από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη. Αποκορύφωμα της τουρκικής πρόκλησης ήταν η αποβίβαση ανδρών του τουρκικού στρατού στη δεύτερη εκ των νησίδων, δηλαδή η στρατιωτική κατάληψη τμήματος της ελληνικής επικράτειας. Η κρίση αποκλιμακώθηκε με την απομάκρυνση των εκατέρωθεν δυνάμεων από την περιοχή και την επιστροφή στην προτέρα κατάσταση.
Το Τουρκικό ΥΠΕΞ με ρηματικές διακοινώσεις του τονίζει την τουρκική κυριαρχία επί των Ιμίων και ζητεί -στο πλαίσιο έμπρακτης εφαρμογής της "θεωρίας των γκρίζων ζωνών"- συνολική διαπραγμάτευση για νήσους, νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο, το καθεστώς των οποίων είναι δήθεν αδιευκρίνιστο από νομικής απόψεως.
Ωστόσο, το νομικό καθεστώς των νήσων και νησίδων του Αιγαίου είναι ξεκάθαρο. Η ελληνική κυριαρχία επί των Ιμίων προκύπτει σαφώς από διεθνή συμβατικά κείμενα, δηλαδή τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 και τις Ιταλο-τουρκικές Συμφωνίες του 1932. Συγκεκριμένα:
-Βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης (άρθρο 15) τα Ίμια μαζί με όλο το Δωδεκανησιακό σύμπλεγμα περιήλθαν στην Ιταλία. Επιπλέον, από τα άρθρα 12 και 16 προκύπτει ότι η Τουρκία παραιτήθηκε κάθε κυριαρχικού δικαιώματος επί όλων των νησιών που βρίσκονται πέραν των 3 μιλίων από την ασιατική ακτή, πλήν της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών. Συνεπώς παραιτήθηκε κάθε κυριαρχικού της δικαιώματος και επί των Ιμίων που βρίσκονται σε απόσταση 3,7 μίλια από τις τουρκικές ακτές. Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι σαφής: τα νησιά και νησίδες εντός τριών μιλίων από τις τουρκικές ακτές παραμένουν τουρκικά πλην αντιθέτου ρητής εξαιρέσεως της ίδιας της Συνθήκης και, αντιστρόφως, η Τουρκία παραιτείται από κάθε κυριαρχικό ή άλλο δικαίωμα επί των νησιών και νησίδων που ευρίσκονται εκτός της ζώνης αυτής (και πάλι πλην ρητών εξαιρέσων, περιπτώσεις Ίμβρου, Τενέδου, Λαγουσών). Ο διαχωρισμός αυτός είναι ξεκάθαρος και για το λόγο αυτό δεν τίθεται θέμα ανάγκης ονομαστικής αναφοράς σε όλα τα νησιά και νησίδες του Αιγαίου.
-Με την Ιταλο-τουρκική Συμφωνία του Ιανουαρίου 1932 και του συμπληρωματικού αυτής Πρωτοκόλλου της 28.12.1932, βάσει των οποίων οριοθετήθηκε η χωρική θάλασσα των δύο χωρών μεταξύ Μικρασιατικής Ακτής και Δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Τονίζεται ότι τα Ιμια πειρήλθαν στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάννης, κάτι που απλώς επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στο σημείο 30 του συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου που υπεγράφη στις 28.12.1932 αναφέρονται ως ένα από τα σημεία ιταλικής κυριαρχίας από τα οποία θα υπολογίζεται η μέση γραμμή για το διαχωρισμό των χωρικών υδάτων μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας.
-Βάσει της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947 (άρθρο 14), η κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων, συμπεριλαμβανομένων των Ιμίων, περιήλθε από την Ιταλία στην Ελλάδα. Δηλαδή, η Ελλάδα διαδέχθηκε την Ιταλία ασκούσα αυτή πλέον κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων.
Την προαναφερθείσα νομική επιχειρηματολογία συμπληρώνει η έμπρακτη, ειρηνική και συνεχής άσκηση κυριαρχίας επί των Ιμίων από την Ελλάδα, αδιαλείπτως από το 1947, χωρίς η Τουρκία να την αμφισβητήσει ποτέ μέχρι την κρίση 1995-96.

Apostolos Pavlidis είπε...

Τα παραπάνω αποτελούν επίσημη θέση της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την Τουρκία.
Αναφέρεται αναλυτικά η νομική επιχειρηματολογία εναντίον των Τουρκικών αμφισβητήσεων.
Ωστόσο, υπάρχουν και θέματα στα οποία δεν είμαστε σε θέση απολογητή ή αν θέλετε καλύτερα, υπερασπιστή του δίκαιου των θέσεων μας. Υπάρχουν συγκεκριμένες διεθνείς υποχρεώσεις της Τουρκίας, για τις οποίες έχει κάνει ελάχιστη ως ανύπαρκτη πρόοδο.
Ελληνική μειονότητα Κωνσταντινούπολης, Θεολογική Σχολή Χάλκης, Οικουμενικό Πατριαρχείο κ.ά.
Θεωρώ όπως έγραψα και στο κεντρικό post, πως πρέπει να δούμε συνολικά το πρόβλημα των σχέσεων με την Τουρκία. Σοβαρά και κυρίως ρεαλιστικά να πάρουμε πρωτοβουλίες και αποφάσεις με πολιτικό κόστος, (ναι, γιατί όχι για αυτό το μείζον ζήτημα).
Επαφές γίνονται και θα γίνονται συνέχεια, αλλά αν θέλουμε κάποια στιγμή να έιμαστε πραγματικά κυρίαρχοι στο Αιγαίο και να προχωρήσουμε στην εκμετάλλευση του όποιου πλούτου του, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα.

Όλα τα παραπάνω αλλά και άλλα μπορείτε να δείτε από τις σελίδες του ελληνικού ΥΠΕΞ.
http://www.mfa.gr/www.mfa.gr/el-GR/Policy/Geographic+Regions/South-Eastern+Europe/Turkey/