Τα πρόσφατα γεγονότα, φέρνουν πάλι στο προσκήνιο, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις διαφορές που μας χωρίζουν, το όνειρο (θα μείνει άραγε έτσι ?) της κοινής ευρωπαϊκής μας πορείας, την απειλή πολέμου ή όπως πιο εύηχα λέγεται, ενός θερμού επεισοδίου.
Η δική μας θέση, τουλάχιστον από το 1974 και μετά, φαίνεται σταθερή και δεδομένη. Επιδιώκουμε την ειρηνική συμβίωση,
δεν θέλουμε τον πόλεμο.
Στηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, παρά το δυσμενές για μια τέτοια εξέλιξη κλίμα σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Δεν κάνουμε χρήση του δικαιώματος που πηγάζει από τη Διεθνή Σύμβαση για τα θαλάσσια χωρικά ύδατα (Διάσκεψη της Γενεύης για το Δίκαιο της Θάλασσας - 1960), μεταφέροντας τα σύνορα μας από τα 6 στα 12 ν.μ., καθώς αυτό αποτελεί αιτία πολέμου για την Τουρκία.
Συμμετέχουμε σε διμερείς διαβουλεύσεις και συμφωνούμε στην υιοθέτηση της πολιτικής του "μη πολέμου" (Νταβός 1988).
Αποδεχόμαστε και συνυπογράφουμε μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (Μνημόνια Βουλιαγμένης και Κωνσταντινούπολης 1988).
Δεχόμαστε να αποχωρήσουμε από περιοχές (βλ. Ίμια) που θεωρούμε μεν πως βρίσκονται εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας, αλλά κρίνουμε πως δεν αξίζει τον κόπο να κάνουμε πόλεμο για κάποιες ξερές βραχονησίδες.
Με δεδομένο το τουρκικό ενδιαφέρον για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης (πόσο σίγουροι είμαστε πως δεν μας περιμένει θέμα τουρκικής μειονότητας ?),
αντιμετωπίζουμε τους κατοίκους αυτής της περιοχής, ως πολίτες, που εκτός του ότι είναι, αισθάνονται και Έλληνες, γυρνώντας έτσι σελίδα και ελπίζοντας σε μια νέα αρμονική συμβίωση των δύο λαών. Μπορεί και να προχωράμε μόνοι μας, όταν η Τουρκία αρνείται ανθρώπινα δικαιώματα σε μεγάλες πληθυσμιακά οντότητες εντός των συνόρων της, αλλά αυτό δεν μας πτοεί ιδιαίτερα.
Σήμερα, μεταξύ άλλων, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος, προτείνει σε άρθρο του, την παραπομπή όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Χωρίς να αναφέρομαι στην ουσία αυτή καθ' αυτή, της πρότασης αυτής (δεν θα αποφύγω να πάρω θέση), αναρωτιέμαι τι άλλο μπορεί να υποδηλώνει.
Αποτελεί "κομψή" ομολογία αποτυχίας ή αδυναμίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας, να χειριστούν διαφορετικά το θέμα ?
Έρχεται τώρα, μήπως και προλάβει κάτι χειρότερο που ίσως αρχίζει να διαγράφεται στον ορίζοντα ?
Ποιος ξέρει...
Ας πάμε πάλι στα γεγονότα.
Τον Ιανουάριο του 1975, ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής
τολμά. Προτείνει στον Τούρκο Πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετζεβίτ, να παραπεμφθεί από κοινού, το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κατόπιν βέβαια υπογραφής σχετικού συνυποσχετικού.
Ακολουθούν διπλωματικές επαφές και τον Μάιο του 1975, συναντιούνται στις Βρυξέλλες, οι δύο Πρωθυπουργοί, Κωνσταντίνος Καραμανλής και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.Η ελπίδα ότι κάτι αλλάζει στις σχέσεις των δύο χωρών, ζωηρεύει, καθώς συμφωνούν να προσφύγουν από κοινού στη Χάγη και να προχωρήσουν το συντομότερο δυνατό στη σύνταξη και υπογραφή του συνυποσχετικού.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Τουρκία αλλάζει γνώμη και δηλώνει πως δεν συζητά για το συνυποσχετικό, "δέχεται" όμως να μιλήσει για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο. Οι ελπίδες διαψεύστηκαν.
Ιούνιος 2006, και στο δια ταύτα...
Η ελληνική διπλωματία οφείλει να προσπαθεί αδιάκοπα και με κάθε δυνατό τρόπο να αναδεικνύει και να προβάλλει τις θέσεις μας σε όλα τα επίπεδα της Διεθνούς Πολιτικής Σκηνής.
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν έχει ακόμα κριθεί οριστικά, ωστόσο τα χρονικά περιθώρια αρχίζουν και πιέζουν. Πρέπει απαραίτητα να έχουμε έτοιμο, σχέδιο ενεργειών για την μία ή την άλλη περίπτωση.
Αν η Τουρκία "πάρει" ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, επιμένουμε στην υλοποίηση των ήδη προαπαιτούμενων και επιπλέον ζητάμε την επίσημη άρση της απειλής πολέμου, με απόφαση της τουρκικής εθνοσυνέλευσης.
Αποφασίζουμε για ενιαία όρια εθνικής κυριαρχίας στη θάλασσα και στον αέρα, στα 6, 10 ή 12 ν.μ., βάζοντας τέλος στο καθεστώς σύγχυσης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η διευθέτηση του θέματος της υφαλοκρηπίδας εξετάζεται στα πλαίσια της κοινής ευρωπαϊκής πορείας, σε σχετικές επιτροπές και όργανα της Ε.Ε.
Στο "δύσκολο" ενδεχόμενο της απόρριψης της Τουρκίας, είναι ίσως μοιραίο, αλλά συνάμα γενναίο, να προσφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο.
Επιδιώκουμε συνομιλίες για τη σύνταξη συνυποσχετικού για την οριστική διευθέτηση των μεταξύ μας διαφορών. Οι συνομιλίες αφορούν την υφαλοκρηπίδα και την οριοθέτησή της.
Δεν μπορούμε να δεχτούμε εκ προοιμίου, θέματα όπως συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο, "γκρίζες ζώνες" κλπ., ούτε φυσικά την επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της Λωζάνης ή της Σύμβασης της Γενεύης.
Η οριστική διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας, σε συνδυασμό με τον ορισμό κοινών ορίων εθνικής κυριαρχίας σε θάλασσα και αέρα, βάζουν σε τάξη τα προβλήματα και ηρεμούν το Αιγαίο.
Δεν πρέπει ωστόσο να μας διαφεύγει ούτε στιγμή πως πρόκειται για μια λύση με κόστος. Το Διεθνές Δικαστήριο, είναι πολύ πιθανό να μη μας δικαιώσει στο σύνολο των θέσεων και προσδοκιών μας. Οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ελπίζοντας το αντίστοιχο για τους Τούρκους.
Στα παραπάνω, προσθέτω δύο ακόμα στοιχεία.
α. Η πολιτική είναι ως γνωστό η τέχνη του εφικτού και β. Ολόκληρος αυτός ο κόσμος διέπεται από την αρχή της σχετικότητας.
Έτσι είναι ίσως μάταιο το κυνήγι της απόλυτης δικαίωσης (μιλώντας πάντα για ειρηνική διευθέτηση).
Οφείλουμε να ξεφύγουμε από την αδράνεια, καθώς η ώρα των αποφάσεων δεν αργεί να έρθει.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε κάποια τηλεοπτική μίνι συνέντευξη του, ένας απόστρατος αξιωματικός, η παραβίαση των εθνικών ορίων κυριαρχίας έχει και τα όρια της. Γίνεται παραβίαση μία φορά, δύο, τρεις, πέντε, δέκα, κάποια στιγμή κάτι κάνεις.
Όταν για 25 -30 χρόνια, οι παραβιάσεις συνεχίζονται ανελλιπώς, ο όρος "παραβίαση εθνικής κυριαρχίας" χάνει πια το νόημά του.
Δημιουργείται δεδομένο καθεστώς στην περιοχή, που δύσκολα ανατρέπεται από τη μια στιγμή στην άλλη.
Οδηγούμαστε σε αδιέξοδη πολιτική που αφήνει σοβαρά περιθώρια για να συμβεί τελικά αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε, ένας πόλεμος.